μεγαλεπίβουλος

μεγαλεπίβουλος
μεγᾰλ-επίβουλος, ον,
A harbouring great designs, Corn. ND22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεγαλεπίβουλος — μεγαλεπίβουλος, ον (Α) αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση μεγάλων σχεδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἐπίβουλος*] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλεπιβούλους — μεγαλεπίβουλος harbouring great designs masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”